σεμσέλλιον

σεμσέλλιον
σεμσέλλιον, [full] σεμψέλλιον,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεμσέλλιον — και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ (δ. προφ.) βλ. συμψέλιον …   Dictionary of Greek

  • συμψέλιον — και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ 1. θρανίο, εδώλιο 2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια εκκλησιαστικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”